Πέμπτη, Φεβρουαρίου 07, 2013

Πως οι απεργίες πλήττουν τον τουρισμό

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το κόστος των απεργιών στην πραγματική οικονομία ακόμα και αν δεν μπορεί να προσδιοριστεί σε απόλυτους αριθμούς, είναι πάντως πολύ μεγάλο. Δεν είναι μόνο ότι διακόπτεται η παραγωγική διαδικασία, «το προϊόν που προσφέρεται είναι μειωμένο και κατ' επέκταση η "χώρα γίνεται φτωχότερη"» («Καθημερινή», 3.2.12). Είναι και ότι επιτείνεται το παραγωγικό κενό (output gap) δηλαδή η διαφορά του δυνητικού προϊόντος με αυτό που παράγεται, την ίδια ώρα που ζημιογόνες ΔΕΚΟ αυξάνουν τα ελλείμματα τους (π.χ. η περίπτωση των συγκοινωνιών κατά τη διάρκεια των απεργιών).  

Στο παρόν κείμενο θα σταθώ στην επίδραση των απεργιακών κινητοποιήσεων σε ένα συγκεκριμένο αλλά πολύ σημαντικό (σύμφωνα με το ΙΟΒΕ αποτελεί το 15% του ΑΕΠ) κομμάτι της οικονομίας, τον τουρισμό.  

Είναι προφανές ότι οι πάσης φύσεως απεργίες που κόβουν την πόλη (ή τη χώρα) στα δύο, πλήττουν εκτός από τον κοινωνικό ιστό και τις παρεχόμενες υπηρεσίες στους επισκέπτες της πόλης. Αν, δε, λάβουμε υπόψη μας ότι το κυριότερο εργαλείο του τουριστικού μάρκετινγκ είναι τα κοινωνικά δίκτυα και οι ιστοσελίδες καταγραφής ταξιδιωτικών εμπειριών όπως το tripadvisor, αντιλαμβάνεται κανείς το μέγεθος της ζημιάς που μπορεί να υποστεί το τουριστικό προϊόν μιας χώρας από την παρατεταμένη αναμπουμπούλα σε δρόμους και λιμάνια. Κι αυτό γιατί είναι αδύνατο να φιλτράρεις το «word of mouth marketing» και να περιορίσεις τις αρνητικές κριτικές. Ακόμα χειρότερα: σύμφωνα, με την επιστήμη της Διοίκησης, μία αρνητική κριτική επηρεάζει πολλαπλάσιους χρήστες απ' όσους επηρεάζει μια θετική κριτική.  

Συχνά γίνεται λόγος περί μάρκετινγκ και εθνικής στρατηγικής στον τουρισμό και πολλοί αναφέρουν το επιτυχημένο μοντέλο που ακολουθεί η Τουρκία, αντιδιαστέλλοντας το με το ελληνικό πρότυπο του «βλέποντας και κάνοντας». Πράγματι, η επιτυχία της γείτονος χώρας οφείλεται εν πολλοίς στη δυναμική, σταθερή και άκρως επαγγελματική προσέγγιση που ακολουθεί σε θέματα μάρκετινγκ, η οποία φυσικά συνδυάζεται και με ένα πολύ μεγάλο μπάτζετ. Όμως αυτή είναι η μισή αλήθεια. Κι αυτό γιατί υπάρχει και το εξίσου σημαντικό κομμάτι της κουλτούρας και νοοτροπίας ενός λαού. Διότι όσο καλή στρατηγική και αν χαράξεις και όσο πιστά και αν την τηρήσεις, δε θα έχει κανένα αποτέλεσμα αν οι τουρίστες φεύγουν δυσαρεστημένοι επειδή π.χ. τη μια ημέρα δεν κυκλοφορούσε το μετρό και τα λεωφορεία, την άλλη μέρα που είχαν σχεδιάσει να επισκεφτούν κάποιο ελληνικό νησί έπεσαν πάνω στην απεργία της ΠΝΟ ή όταν επέστρεφαν στο αεροδρόμιο ο ταξιτζής τους «έκλεψε».  

Να μην παρεξηγηθούμε: η απεργία προφανώς και είναι αναφαίρετο δικαίωμα του κάθε πολίτη που θεωρεί ότι θίγονται τα εργασιακά του δικαιώματα. Αλλά αυτό ισχύει στο βαθμό που ο τρόπος διεκδίκησης των αιτημάτων δεν στρέφεται κατά της κοινωνίας (όπως δυστυχώς είθισται στη χώρα μας), επιβαρύνοντας την καθημερινότητα των υπολοίπων πολιτών. Ειδάλλως βρίσκεσαι στη δυσάρεστη θέση ως επαγγελματίας να δικαιολογείσαι για πράγματα για τα οποία δε φταις και δεν μπορείς καν να τα επηρεάσεις.  

Για να κάνω πιο συγκεκριμένα τα παραπάνω θα κλείσω με μια προσωπική ιστορία. Όλοι όσοι έχουν κάποια σχέση με τον τουριστικό κλάδο θα έχουν να αναφέρουν κάποιο παρόμοιο περιστατικό σαν αυτό: Η κινέζα τουρίστρια που πλήρωσε για να έρθει στη χώρα μας με σκοπό να επισκεφτεί τα νησιά και τις τελευταίες μέρες «ζει το μύθο της» εγκλωβισμένη μεταξύ της Κορίνθου, του Πειραιά και του... Mall. Στην κυριολεξία τραβάει τα μαλλιά της κάθε πρωί που μαθαίνει ότι δεν υπάρχουν πλοία. Τρέμω και μόνο στη σκέψη του τι θα γράψει και τι θα πει για τη χώρα μας όταν γυρίσει πίσω στην πατρίδα της... 

Δημοσιεύτηκε στη Lifo στις 6.2.2012

Τρίτη, Φεβρουαρίου 05, 2013

Συνδικαλιστές εναντίον κοινωνίας

Ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίστηκε η κυβέρνηση το θέμα των απεργιών στο Μετρό και ειδικότερα η απόφαση της επίταξης των εργαζομένων προκάλεσαν ποικίλες αντιδράσεις. Διακεκριμένοι καθηγητές Εργατικού Δικαίου υποστήριξαν πως η Συντεταγμένη Πολιτεία κινήθηκε στα όρια της νομιμότητας. Σύμφωνα με τον καθηγητή κ. Ι. Ληξουριώτη, η κυβέρνηση αντί να χρησιμοποιήσει το μέτρο της «αναγκαστικής εργασίας», θα έπρεπε να εφαρμόσει το άρθρο 14 του νόμου 1264/1982 και να προχωρήσει σε απολύσεις και αγωγές κατά των εργαζομένων για διαφυγόντα κέρδη.

Νομικά η προσέγγιση αυτή είναι προφανέστατα ορθή, ωστόσο όταν σύσσωμη η αντιπολίτευση και το… ένα τρίτο της συγκυβέρνησης είναι στα κάγκελα και σιγοντάρουν τους συνδικαλιστές, πιθανολογούμε ότι πολιτικά μια τέτοια απόφαση δεν θα μπορούσε να σταθεί και θα προκαλούσε πολλαπλάσιους κραδασμούς από όσους προξένησε η επιλογή της επίταξης.

Κι έστω, για την οικονομία της συζήτησης να δεχθούμε την επιχειρηματολογία των συνδικαλιστών ότι η επίταξη είναι «ακραίο μέτρο» (πιο ακραίο, άραγε, από τις απολύσεις που προβλέπει ο νόμος;). Το να κρατάς όμηρο ολόκληρη την κοινωνία, το να μη συμμορφώνεσαι με δικαστικές αποφάσεις, το να θες να εξαιρεθείς από το ενιαίο μισθολόγιο επειδή έχεις τη δύναμη και τα μέσα να εκβιάζεις και το να κάνεις κατάληψη στο αμαξοστάσιο τι είναι; Επαναστατικό δικαίωμα;

Ας σοβαρευτούμε. Η αλήθεια είναι ότι η συμπεριφορά των εργαζομένων στο Μετρό δεν είναι κάτι το καινοφανές. Πρόκειται για την πιο ξεκάθαρη απεικόνιση της νοοτροπίας που μας οδήγησε στη χρεοκοπία: της κοσμοθεωρίας σύμφωνα με την οποία ο καθένας κοιτάζει το προσωπικό του συμφέρον αδιαφορώντας με τον πλέον εμφατικό τρόπο για το αν οι επιλογές του επηρεάζουν την υπόλοιπη κοινωνία.

Το πόσο πολύ έχει διαβρώσει η συγκεκριμένη προσέγγιση τον κοινωνικό ιστό αποδεικνύεται τόσο από το γεγονός ότι έχει οικουμενική εφαρμογή, όσο και από τα καταστροφικά αποτελέσματά της σε μακροοικονομικό και σε κοινωνικό επίπεδο· αφορά τις κυβερνήσεις που εξυπηρετούσαν την εκλογική τους πελατεία γράφοντας στα παλαιότερα των υποδημάτων τις μεσοπρόθεσμες συνέπειες των «παροχών», τον ελεύθερο επαγγελματία που δεν κόβει αποδείξεις για να γλιτώσει την καταβολή φόρων,  μέχρι τις κοινωνικές ομάδες που εκβιάζουν για να μην αλλάξει τίποτα (όχι μόνο τώρα, αλλά από την εποχή που «λεφτά υπήρχαν» και μοιράζονταν αφειδώς σε όποιον είχε κάποιο μέσο πίεσης).  Είναι, με άλλα λόγια, η ατομικιστική λογική του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» και τα αποτελέσματά της είναι πλέον εμφανή παντού γύρω μας.

Αυτή η λογική αντικατοπτρίζεται ευκρινέστατα στον λόγο του γενικού γραμματέα του Σωματείου των εργαζομένων στο Μετρό (Ρ/Σ ΣΚΑΪ): "Είμαστε μια χαρά, αντέχουμε, καλό κουράγιο". Πρόκειται για την πιο ακραία έκφανση κυνισμού, σεχταρισμού και περιχαράκωσης μιας κοινωνικής ομάδας εις βάρος του συνόλου. Προσέξετε: Ο κ. Τσακός δεν ένιωσε καν την ανάγκη έστω να προσποιηθεί ότι συμπάσχει με την κοινωνία που αγκομαχούσε επί εννέα μέρες στους δρόμους ή να ζητήσει τουλάχιστον μια συγγνώμη.

Δυστυχώς έπειτα από τρία μνημόνια, μια κοινωνικο-οικονομική κατάρρευση και τη χρεοκοπία του μοντέλου ανάπτυξης με «δανεικά», τίποτα δεν φαίνεται να έχει αλλάξει στο πεδίο από το οποίο κρίνεται κατά κανόνα το μέλλον ενός έθνους: τη νοοτροπία. Ακόμα νομίζουμε ότι βρισκόμαστε στο 2008. Τουλάχιστον αυτό δείχνουν οι πρακτικές μας.

Δημοσιεύτηκε στο protagon στις 27.01.2012

Η Ντόρτμουντ, το γερμανικό παράδειγμα και εμείς

Πριν από λίγα χρόνια οι Γερμανικές ομάδες αντιμετωπίζονταν με αρνητική προδιάθεση από τους ανά τον κόσμο ποδοσφαιρόφιλους. Ήταν το αμυντικογενές, σκληρό και καθόλου φαντεζί παιχνίδι τους που δεν ενθουσίαζε (σχεδόν) κανέναν. Κάτι άλλαξε, όμως, τα τελευταία χρόνια. Οι Γερμανοί, ως είθισται, επένδυσαν στις υποδομές: ξόδεψαν σχεδόν ένα δισεκατομμύριο δολάρια σε προγράμματα ανάπτυξης ακαδημιών υπό την αιγίδα της Γερμανικής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας (DFB), ενώ η λίγκα δημιούργησε ακαδημίες με προπονητές πλήρους απασχόλησης. Για όλα αυτά δεν χρειάστηκε να ανακαλύψουν την πυρίτιδα· απλά πήραν μερικές ιδέες από τις γαλλικές ακαδημίες και από το φημισμένο μοντέλο του Άγιαξ και έφτιαξαν το δικό τους πρότυπο.  

Τα αποτελέσματα τους δικαιώνουν. Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους. Και οι επτά γερμανικές ομάδες που αγωνίζονται στα ευρωπαϊκά κύπελλα έχουν προκριθεί στην επόμενη φάση, στηριζόμενες εν πολλοίς σε νεαρούς Γερμανούς. Η Μπορούσια Ντόρτμουντ εμφάνισε έσοδα 215.2 εκατομμυρίων ευρώ, ενώ πέρυσι σημειώθηκε ρεκόρ προσέλευσης θεατών στους αγώνες της Μπουντεσλίγκα με 13.8 εκατ. εισιτήρια. Όπως γράφουν οι «New York Times» το άθλημα «μπήκε σε έναν ενδυναμωτικό κύκλο όπου το καλύτερο αγωνιστικό επίπεδο του πρωταθλήματος έφερε υψηλότερα τηλεοπτικά συμβόλαια τα οποία με τη σειρά τους χρηματοδοτούν την ανάπτυξη των ακαδημιών».  

Η όλη φιλοσοφία των Γερμανών συμπυκνώνεται γλαφυρά στον λόγο του εκτελεστικού διευθυντή της Ντόρντμουντ, Χανς Γιόακιμ Βάτσκε: «Θέλουμε να έχουμε την ανώτατη αθλητική επιτυχία στα πλαίσια ενός ισχυρού οικονομικά ιδρύματος χωρίς να δημιουργούμε ούτε ένα ευρώ χρέους». Και μόνο στην σκέψη των παραπάνω, ο μέσος Έλληνας παράγοντας (ή, γιατί όχι, και πολιτικός) θα ανατριχιάζε.  

«Όταν οι Γερμανοί αποφάσισαν να αλλάξουν, να μεταρρυθμιστούν, το έκαναν. Αυτή είναι η περίπτωση της εργατικής νομοθεσίας, αυτή είναι και η περίπτωση του ποδοσφαίρου που άλλαξαν το μοντέλο με εξαιρετικά αποτελέσματα» σημειώνει στους «Times» ο ειδικός στο αθλητικό μάνατζμεντ Εμάνουελ Χέμπερτ. Οι αναλογίες ποδοσφαίρου και πολιτικής είναι παραπάνω από εμφανείς, ακόμα και χωρίς την επισήμανση του κ. Χέμπερτ. 

 Έχουν περάσει εννέα χρόνια από την περίοδο που ο τέως καγκελάριος της Γερμανίας Γκέρχαρντ Σρέντερ έθετε επί τάπητος την «Ατζέντα 2010», ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων φιλελευθεροποίησης της γερμανικής Οικονομίας. Αυτές περιελάμβαναν μεταξύ άλλων συγχωνεύσεις και μειώσεις επιδομάτων, ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας και χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές. Οι συγκεκριμένες κινήσεις μπορεί να στοίχησαν πολιτικά στην συγκυβέρνηση σοσιαλιστών - πρασίνων πλην όμως αποδείχθηκαν διορατικές και «σφυρηλάτησαν τον πιο ανταγωνιστικό βιομηχανικό τομέα σε κάθε προηγμένη οικονομία» («Time», 24.02.2012).  

Σήμερα, την ώρα που η Ευρώπη συνεχίζει να κλυδωνίζεται από την κρίση, η Γερμανία απολαμβάνει ρυθμούς ανάπτυξης της τάξεως του 3%, πολύ χαμηλή ανεργία, ενώ το 2011 παρουσίαζε 120 δισ. ευρώ πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (οι ΗΠΑ, την ίδια ώρα είχαν έλλειμμα 423 δισ.!). Ακόμα, το ΑΕΠ της έχει αυξηθεί περισσότερο από κάθε άλλης χώρας του G7, ενώ το έλλειμμα του προϋπολογισμού της φτάνει μετά βίας το 1% του ΑΕΠ.   

Βέβαια το γερμανικό «θαύμα» δεν συντελέστηκε εν μια νυκτί. Λίγα χρόνια πριν, η Γερμανία θεωρούνταν ο «μεγάλος ασθενής της Ευρώπης» και κανείς δεν πίστευε ότι θα ανακάμψει, τουλάχιστον όχι τόσο γρήγορα. Την ώρα που η οικονομία της χώρας είχε μηδενική ανάπτυξη και χρόνια ανεργία και το κόστος της επανένωσης δημιουργούσε περεταίρω προβλήματα, οι μεταρρυθμίσεις Σρέντερ αντιμετωπίστηκαν με διάχυτη καχυποψία από σημαντική μερίδα της κοινής γνώμης. Όμως η προνοητικότητα, η μεθοδικότητα και η κουλτούρα συνεργασίας των Γερμανών τους βοήθησε να ξεπεράσουν και αυτόν τον σκόπελο.  

Η ευελιξία του «γερμανικού μοντέλου», έδωσε λύσεις εκεί που σε μια χώρα σαν την Ελλάδα θα βρίσκαμε... προβλήματα. Τα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα εργασίας (σ.σ. ποσοστό του μισθού πληρώνεται από το κράτος), επέτρεψαν στους εργοδότες να κρατήσουν το προσωπικό τους με μειωμένο ωράριο αντί να προβούν σε απολύσεις. Δεύτερον, το (κατά τον Γκ. Σρέντερ) μοναδικό γερμανικό σύστημα της «συνδιαχείρισης» –σύμφωνα με το οποίο οι εκπρόσωποι συνδικαλιστικών καταλαμβάνουν μόνιμες θέσεις σε διοικητικά συμβούλια– βοήθησε στο να δημιουργηθούν τελικά οι κατάλληλες συναινέσεις για να προχωρήσουν οι αλλαγές. Αν τα παραπάνω συνδυαστούν με τη λατρεία των Γερμανών για τις υποδομές, την εξειδίκευση και την καινοτομία, έχουμε το τρίπτυχο που έθεσε την χώρα σε τροχιά ανάπτυξης.  

Με άλλα λόγια, οι Γερμανοί δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να εφαρμόσουν το δικό τους... Μνημόνιο. Μόνο που το έκαναν οικειοθελώς και (κυρίως) εγκαίρως και όχι κατόπιν εορτής. Το συμπυκνώνει αρκετά εύστοχα αν και λίγο κυνικά το περιοδικό «Time»: «Την ώρα που οι Ισπανοί, οι Ιρλανδοί και άλλοι Ευρωπαίοι καταβροχθίζονταν από τα χρέη, φτιάχνοντας τόσα πολλά σπίτια και δίνοντας στους εαυτούς τους μεγάλες αυξήσεις, οι Γερμανοί, ήταν απασχολημένοι με το να φτιάξουν την Οικονομία τους. [...] Η χαλάρωση της αυστηρά ρυθμιζόμενης αγοράς εργασίας [...] βοήθησε. Η Γερμανία ήταν η μόνη σημαντική ευρωπαϊκή χώρα που τα εργατικά κόστη συνέχιζαν να μειώνονται και μετά το 2005, με την συνεργασία των Ενώσεων». Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής είναι τώρα εμφανή.  

Αν λοιπόν θέλουμε να μάθουμε κάτι από το παράδειγμα της Γερμανίας αντί να καταναλώνουμε φαιά ουσία σε έναν αντιπαραγωγικό και στείρο αρνητισμό, ας σταματήσουμε τις κατάρες και ας δούμε τι έκαναν οι Γερμανοί για να βγουν από την κρίση τους. Ας αναλογιστούμε πώς τρεις διαδοχικές κυβερνήσεις εφάρμοσαν με ελάχιστες αποκλείσεις την ίδια ατζέντα και πως δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες πολιτικο-κοινωνικές συναινέσεις. Ας παραδειγματιστούμε από την «εμμονή» τους στις υποδομές έναντι του ελληνικού μοντέλου του «βλέποντας και κάνοντας». Ας δούμε πόση σημασία δίνουν σε λέξεις άγνωστες στο λεξιλόγιο μας, όπως στρατηγική, branding και μακροπρόθεσμος σχεδιασμός...  

Δημοσιεύτηκε στη Lifo στις 27.12.2012

Links:  

- "A German Resurgence, Feet First", International Herald Tribune", 25.12.2012 "How the German Economy Became a Model", Spiegel Online, 21.03.2012
- "Modell Deutschland über alles: The lessons the rest of the world should—and should not—take from Germany", The Economist, 14.04.2012
- "How Germany Became The China of Europe", Time Magazine, 24.02.2011
- "Gerhard Schröder: The Man Who Rescued the German Economy", The Wall Street Journal, 6.6.2012